καταλύει

καταλύει
καταλύω
put down
pres ind mp 2nd sg (epic)
καταλύω
put down
pres ind act 3rd sg (epic)
καταλύ̱ει , καταλύω
put down
pres ind mp 2nd sg
καταλύ̱ει , καταλύω
put down
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κινάση — η (βιοχ.) 1. ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό ενός άλλου ενζύμου και το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ενζυματική ρύθμιση 2. ένζυμο που καταλύει τη μεταφορά ενός δεσμού, πλούσιου σε ενέργεια, σε έναν δέκτη ενεργοποιώντας τον. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Anatolius, S. (5) — 5S. Anatolius, Patriarcha. (3. Juli). Der hl. Anatolius war aus Alexandria gebürtig und Patriarch von Konstantinopel. Er gelangte zu dieser Würde unter dem Kaiser Theodosius dem Jüngern, und zwar zu einer Zeit, wo eine große Spaltung zu… …   Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αζωτάση — η βιοχ. ενζυμικό σύστημα τών αζωτοδεσμευτικών* οργανισμών, που καταλύει την αναγωγή τού μοριακού αζώτου προς αμμωνία …   Dictionary of Greek

  • αλδολάση — Ένζυμο της σειράς της γλυκόλυσης που καταλύει τις αντιδράσεις, στις οποίες ένας μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη) μετατρέπεται σε δύο μονοσακχαρίτες με 3 άτομα άνθρακα (τριόζες). * * * η βιοχ. λέγεται και αλδολάση τής 1, 6 διφωσφορικής… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκατάλυση — Η ιδιότητα που έχουν ορισμένοι οργανισμοί ή κάποια κύτταρα ή τα κυτταρικά τους συστατικά να καταλύουν τα ίδια την παραγωγή ορισμένων βιολογικών τους ουσιών, έτσι ώστε να παρασκευάζεται περισσότερη από αυτή την ουσία. Όσο μεγαλύτερη ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • θειαμινάση — η (βιοχ.) ένζυμο το οποίο καταλύει τη μετατροπή τής θειαμίνης ή βιταμίνης B1 προς πυραμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. thiaminase < thi (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + aminase < amin (βλ. λ. αμίνες) + ase (κατ… …   Dictionary of Greek

  • θειολάση — η (βιοχ.) ένζυμο που καταλύει το τελευταίο στάδιο στην οξείδωση τών λιπαρών οξέων …   Dictionary of Greek

  • θρυπτοφανάση — η (βιοχ.) ένζυμο που περιέχεται σε ορισμένα βακτήρια και το οποίο καταλύει τον σχηματισμό ινδολίου από θρυπτοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tryptophanase < trypto (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω) + phan (πρβλ. ε φάνην τού φαίνω) +… …   Dictionary of Greek

  • ινσουλινάση — η (βιοχ.) ένζυμο το οποίο καταλύει την υδρόλυση τής ινσουλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. insulinase < insuline «ινσουλίνη» + κατάλ. ase] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”